-
1 ремонтный
ремонт||ныйпри л. ἐπιδιορθωτικός, τής ἐπισκευής:\ремонтныйная мастерская τό συνεργεῖο[ν] (или τό ἐργαστήριο) ἐπισκευών. -
2 цех
το τμήμα (του εργοστασίου)το συνεργείοвагоноремонтный - το συνεργείο επισκευής βαγονιών/οχημάτων- вулканизации το συνεργείο αναγόμωσης, επισκευής ή αντικατάστασης φθαρμένων ελαστικών, разг. το βουλκανιζατέρзакроечный - κοπτικής/κοπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цех
-
3 поезд
η αμαξοστοιχία, ο (σιδηροδρομικός) συρμόςразг. το τρένο (ξεν.)санитарный - υγειονομική -, νοσοκομειακή -товарный - το φορτηγό τρένο, η εμπορική αμαξοστοιχία (για μεταφορά ζώωνκαυσίμων κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поезд
-
4 док
1. мор. η δεξαμενή, η νηοδόχη, το κρηπίδωμα, разг. о ντόκος (ξεν.) 2. (судоре-монт, судостроение) η δεξαμεν/ήο ντόκος (ξεν.)диаметральная линия - а διαμήκης κεντρική γραμμή της - ής, ставить (судно) в - εισάγω (το πλοίο) στη -, δεξαμενίζωсудостроительный - τοναυπηγείο, των ναυπηγικών κατασκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > док
-
5 пункт
1. (место, связанное с каким-л. действием, событием, используемое для чего-л.) το σημείο, το μέροςтриангуляционный - см. тригпунктузловой - ж.-д. о κόμβος2. (раздел документа или текста, обозначенный номером или буквой) η παράγραφος, το μέροςкульминационный - το κατακόρυφο σημείο, η κορύφωσητο κορύφωμα, ο κολοφών3. (помещение, приспособленное для какой-л. работы, занятий, операций) о σταθμός, ο τόπος, το μέρος, το κέντρο* - приёма (тлг.) το κέντρο λήψηςремонтный - το κέντρο/μαγαζί επιδιορθώσεων/επισκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пункт